«Βαριά» τη καρδία
Άποψη της ΑΝΝΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ

Η Γερμανία αναλαμβάνει από 1 Ιανουαρίου 2007 την Ευρωπαϊκή προεδρία. Ένα πρόσφατο ταξίδι στο πανέμορφο και αγαπημένο Βερολίνο τη περίοδο των εορτών, καθώς και συζητήσεις με φίλους και γνωστούς που το έχουν επισκεφτεί, μου έδωσαν την αφορμή να κάνω «βαριά» και όχι «ελαφριά τη καρδία», τις παρακάτω σκέψεις.
Οι Γερμανοί είναι ευγενικοί – αρκετά ή πολύ δεν έχει τόση σημασία. Εμείς μπορούμε να γίνουμε ανάγωγοι, αυτοί όχι. Είναι αρκετά πρόθυμοι, αρκετά εξυπηρετικοί και πολύ εργατικοί. Έχουν μάθει να σέβονται τους νόμους, να περιμένουν χωρίς να απαιτούν, να προγραμματίζουν το μέλλον. Τους έχουν μάθει να υπακούν, να δουλεύουν και να σκέπτονται συλλογικά. Ίσως πιο απλά από ότι εμείς. Είναι έξυπνοι αλλά σίγουρα δεν έχουν τη εφευρετικότητα του Έλληνα, την καπατσοσύνη του, την ευελιξία του. Και μάλλον δε χρειάζεται να τα έχουν. Το κράτος τους μεριμνά για όλα. Κι’ έτσι αυτοί ενεργούν ακολουθώντας συγκεκριμένες νόρμες και καλούπια. Εμείς δε χωρέσαμε ποτέ σε καλούπια.

Οι Γερμανοί έχουν τον συνδυασμό που λείπει από εμάς. Είναι εργατικοί και πειθαρχημένοι. Και γι’ αυτό πρόκοψαν. Η ταχύτατη πρόοδος ενός ολόκληρου λαού δεν οφείλεται τόσο στο δαιδαλώδη τρόπο σκέψης του ή στη ταχύτητα εναλλαγής των στροφών του εγκεφάλου του, όσο στην επίκτητη ικανότητα του να δέχεται εντολές και να τις εκτελεί με ακρίβεια. Αυτό άλλοτε φέρνει καλά και άλλοτε άσχημα αποτελέσματα. Ίσως να εξηγεί εν μέρει το γιατί αφέθηκαν τόσο εύκολα στο παραμύθιασμα του Χίτλερ και έκαναν το όραμα του γελοίου στρατηγίσκου, περί ανωτερότητας της αρείας φυλής, δικό τους όραμα. Ένας ολόκληρος λαός παρασύρθηκε, στιγματίστηκε, εγκλημάτισε, βασάνισε και βασανίστηκε γιατί δεν έμαθε να έχει αυτόνομη σκέψη.
Και το παρελθόν τους βέβαια από την εποχή του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α, του «βασιλιά λοχία», που είχε κατασκευάσει τείχος για να μη ξεφεύγουν οι επιστρατευμένοι κάτοικοι από τη πόλη, είχε προετοιμάσει τη νεότερη ιστορία. Οι μονάρχες και οι τύραννοι θέλουν υποταγμένους υπηκόους. Γι’ αυτό στο τόπο μας ποτέ δεν άντεξε η μοναρχία. Που να βάλουμε βασιλιά στο κεφάλι μας. Εδώ κατορθώσαμε να διώξουμε τον Τούρκο κατακτητή μετά 400 χρόνια σκλαβιάς, θ’ αντέξουμε στις πλάτες μας βασιλιά ή δικτάτορα; Ούτε τα κανόνια μας τρομάζουν ούτε τα τανκς. Είμαστε πολύ περήφανοι για να υποταχθούμε. Και πολύ εγωϊστές για να ακούμε και να υπακούμε. Στο αρχαίο παρελθόν μας γεννήθηκαν οι έννοιες δημοκρατία και διάλογος. Στις μέρες μας τη δημοκρατία τη ντύσαμε με ξεχειλωμένα φουστάνια για να χωράει την ασυδοσία, ενώ τον διάλογο τον έχουμε σημαία για να μη κάνουμε τη δουλειά μας σωστά και για να μην αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Η αλήθεια είναι ότι δε θέλουμε να παίρνουμε εντολές από κανένα, να μη μας λέει κανείς τι να κάνουμε. Δε δεχόμαστε αρχηγό στο κεφάλι μας να μας κάνει κουμάντο, γιατί εμείς ξέρουμε καλύτερα από τον καθένα το «σωστό».
Το φαινόμενο δεν είναι σύγχρονο. Από την εποχή της έχθρας της Αθήνας με τη Σπάρτη, από την επανάσταση του 21, αλλά και από τη νεότερη ιστορία μας όταν κάποιος πήγαινε να ξεχωρίσει από το πλήθος, όταν πήγαινε για αρχηγός, τον έτρωγε η «μαρμάγκα» και το μαύρο το σκοτάδι. Ένα «γιατί» ήταν πάντα η υπόθεση.

«Γιατί αυτός και όχι εγώ;». Ή όλοι θα δοξαστούν ή κανείς. Το μεγαλείο το έχουμε μέσα μας. Και την έπαρση. Αν δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε εμείς, δε θα ξεχωρίσει κανείς. Δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες διαπρέπουν παντού ανά τον κόσμο εκτός από τον τόπο τους. Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδάς, Αυστραλία, Μ. Βρετανία, Ρωσία, Ελβετία, όπου και να βρεθούν οι Έλληνες προοδεύουν. Βρίσκονται μακριά από τους επίδοξους αντιπάλους τους, από τα καρφώματα και τα κυκλώματα και κάνουν θαύματα. Οι Γερμανοί κάνουν θαύματα στον τόπο τους και αυτή τελικά είναι η διαφορά. Αντί να ασχολούνται με το τι κάνει ο διπλανός τους και να του βάζουν τρικλοποδιές, κοιτάζουν μόνο να κάνουν τη δική τους δουλειά σωστά. Έτσι το κράτος τους πηγαίνει μπροστά και αυτοί απολαμβάνουν συλλογικά το θαύμα της τεχνολογικής ανάπτυξης που έχουν πετύχει, με μια απαράμιλλη ποιότητα ζωής.